επιστάθμευση

επιστάθμευση
η
προσωρινή στάθμευση στη διάρκεια πορείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επισταθμεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”